ρωσοπολωνικός

ρωσοπολωνικός
-ή, -ό, Ν
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ταυτόχρονα στους Ρώσους και στους Πολωνούς ή στη Ρωσία και στην Πολωνία («ρωσοπολωνική γειτνίαση»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ρώσος + Πολωνός + κατάλ. -ικός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”